εγκλιματίζω

εγκλιματίζω
εγκλιμάτισα, εγκλιματίστηκα, εγκλιματισμένος, μτβ.
1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει και να αναπτύσσεται σε κλίμα ξένου τόπου: Δεν εγκλιμάτισαν ακόμα την τίγρη στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου.
2. το μέσ. εγκλιματίζομαι εξοικειώνομαι στο ξένο κλίμα, συνηθίζω σε νέο τρόπο ζωής (νέα ήθη και έθιμα), προσαρμόζομαι: Οι Νέγροι δύσκολα εγκλιματίζονται στη Σκανδιναβία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εγκλιματίζω — εγκλιματίζω, εγκλιμάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκλιματίζω — 1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει σε ξένο γι αυτόν τόπο 2. μέσ. (για πρόσ.) εξοικειώνομαι με το κλίμα ή τις συνήθειες ζωής ενός ξένου τόπου …   Dictionary of Greek

  • καταφυτεύω — (AM καταφυτεύω) (επιτ. τ. τού φυτεύω) γεμίζω έναν τόπο με φυτείες, πυκνοφυτεύω αρχ. 1. μτφ. 1. καθιδρύω, εγκαθιστώ 2. μετοικίζω 3. εγκλιματίζω, μεταφυτεύω ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλον («τὴν ἄμπελον... Μακεδόνες κατεφύτευσαν κἀκεῑ καὶ ἐν… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματώ — εγκληματώ, εγκλημάτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”