- εγκλιματίζω
- εγκλιμάτισα, εγκλιματίστηκα, εγκλιματισμένος, μτβ.1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει και να αναπτύσσεται σε κλίμα ξένου τόπου: Δεν εγκλιμάτισαν ακόμα την τίγρη στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου.2. το μέσ. εγκλιματίζομαι εξοικειώνομαι στο ξένο κλίμα, συνηθίζω σε νέο τρόπο ζωής (νέα ήθη και έθιμα), προσαρμόζομαι: Οι Νέγροι δύσκολα εγκλιματίζονται στη Σκανδιναβία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.